- κρασοπουλειό
- το винный магазин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και … Dictionary of Greek
κρασοπουλειό — το οινοπωλείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
ταβέρνα — η, ΝΑ οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό νεοελλ. λαϊκό εστιατόριο αρχ. πανδοχείο («ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῑν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»] … Dictionary of Greek
φουσκάριον — τὸ, Μ οινοπωλείο, κρασοπουλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦσκα* (ΙΙ) «ξινό κρασί» + κατάλ. άριον (< λατ. arim), πρβλ. συναξ άριον] … Dictionary of Greek
οινοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κρασιών, κρασοπουλειό, ταβέρνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)